μάκαρ

μάκαρ
μᾰκᾰρ (μάκαρ nom., voc.; μάκαρες, -ων, -ες; μάκαιρα, -αν.)
1 blessed
a of gods and heroes, pro subs.

ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν O. 2.70

φυλάσσοντες μακάρων τελετάς O. 3.41

χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.103

Κρονίδαι μάκαρες P. 5.118

ὦ μάκαρ Herakles N. 7.94

ὦ μάκαιρα Θήβα I. 7.1

ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. “

μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος Pae. 4.46

ὦ μάκαρ Pan. fr. 96. 1.
b of men. ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου Battos P. 4.59 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής Battos P. 5.94 μάκαρ δὲ καὶ νῦν (sc. ἐσσί), κλεενᾶς ὅτι εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων Arkesilas P. 5.20 μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον the Hyperboreans P. 10.46
c of cities, lands, ὀλβία Λακεδαίμων, μάκαιρα Θεσσαλία pr. P. 10.2, cf. I. 7.1
d of the family hearth.

ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.11

μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν i. e. of Arkesilas P. 5.11

τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17

e fragg. [ει μακαρ[ Πα. 13a. 21. ]

μακαρο[ Pae. 21.8

]μακάρων[ P. Oxy. 841, fr. 48.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μάκαρ — blessed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρ — blessed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • μακάρτατον — μάκαρ blessed masc acc sg μάκαρ blessed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακάρτερον — μάκαρ blessed masc acc sg μάκαρ blessed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαιρῶν — μάκαρ blessed fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρτάτη — μάκαρ blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρτάτου — μάκαρ blessed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρτάτῳ — μάκαρ blessed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρτέρη — μάκαρ blessed fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακάρεσι — Μάκαρ blessed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”